- τρυφερός
- -ή, -ό / τρυφερός, -ά, -όν, ΝΜΑαπαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να 'χω», Σολωμ.β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ.γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.)2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα» β. «τρυφεροῑσι τρόποις», Πλούτ.)β) λεπτός, αδύνατοςνεοελλ.1. μτφ. α) ευαίσθητος («έχει τρυφερή ψυχή»)β) ερωτικός («τής έδωσε ένα τρυφερό φιλί»)2. λεπτοκαμωμένος, αδύναμος, ευπρόσβλητος («τρυφερή ηλικία» — η παιδική ηλικία)3. παροιμ. «όσο είναι βέργα τρυφερή τή σιάζεις όπως θέλεις» — δηλώνει ότι η αγωγή τελεσφορεί κατά την παιδική ηλικίααρχ.1. (για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες τών ανθρώπων) μαλθακός, τρυφηλός2. (για πράγμ.) ευχάριστος3. (για ψάρια) φρέσκος4. (για άλογα) ευπειθής, πειθήνιος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρυφερόνα) η ιδιότητα τού μαλακού («τὸ τρυφερὸν γὰρ ἐκπέφυκε τοῑς ἁπαλοῑσι μηροῑς», Αριστοφ.)β) μαλθακότητα, τρυφηλότητα («ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν», Θουκ.)γ) ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματοςδ) (με επιρρμ. σημ.) με μειλίχιο τρόπο («ὡς τρυφερὸν λαλέεις», Θεόκρ.).επίρρ...τρυφερά / τρυφερῶς, ΝΜΑνεοελλ.μτφ. με στοργή, με αγάπηαρχ.με τρυφηλότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + κατάλ. -ερός (πρβλ. γλυκ-ερός, θαλ-ερός)].
Dictionary of Greek. 2013.